1 κοννος
(κόνοι καὴ ψέλλια Polyb.)
(τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > κοννος
2 κορυφαια
(κόννος καὴ κ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > κορυφαια